- προθυμοποίησις
- προθῡμοποί-ησις, εως, ἡ,A encouraging, Id.1015.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προθυμοποίηση — η / προθυμοποίησις, ήσεως, ΝΜ [προθυμοποιοῦμαι] νεοελλ. προθυμία μσν. ενθάρρυνση, προτροπή … Dictionary of Greek
προθυμοποιήσεως — προθυμοποιήσεω̆ς , προθυμοποίησις encouraging fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)